- ὁμοκλάν
- ὁμοκλά̱ν , ὁμοκλήthreatfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμοκλᾶν — ὁμοκλάω call pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὁμοκλᾶ̱ν , ὁμοκλάω call pres inf act (epic doric) ὁμοκλάω call pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλή — ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα 2. κραυγή επίπληξης ή απειλής 3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.) 4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης 5. (για ήχο… … Dictionary of Greek